Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Κατόπιν εορτής πανηγύρια




Aν και έχει περάσει καιρός από τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια «Για τη Μακεδονία» στη Θεσσαλονίκη,  και στο Σύνταγμα, το εθνικοχωροταξικό  ζήτημα στα βόρεια της χώρας μας ή πρόβλημα της ονομασίας των Σκοπίων, ή αλλιώς «Σκοπιανό», το οποίο «παίζει» σε όλες τις πολιτικές συζητήσεις και απόψεις (ξανά) τον τελευταίο τουλάχιστον μήνα, υφίσταται εδώ και δεκάδες χρόνια.  Για τούτο λοιπόν το λόγο, όσα συλλαλητήρια και να διοργανωθούν, όσες συναντήσεις και να οργανωθούν μεταξύ ηγετών, διπλωματών και αξιωματούχων, φαίνεται πως η γιορτή έχει τελειώσει. Κι εμείς αργήσαμε να πάμε σε αυτή, ή δεν πήγαμε καθόλου.
Ξαφνικά πολιτική ηγεσία, αξιωματική αντιπολίτευση ευρωπαϊκοί θεσμοί και τελευταίος και καταϊδρωμένος ο απλός λαός (όπως γίνεται συνήθως), τρέχει τώρα να προλάβει τις εξελίξεις. Εξελίξεις οι οποίες τρέχουν και είναι απίστευτο, όσο και να τρέξουμε, όσο και να φωνάξουμε να τις προλάβουμε. Η γιορτή σχόλασε. Κι εμείς χρόνια μετά στήνουμε πανηγύρια.
    
Εξηγούμαι: δεν κατηγορώ όποιον πήγε και θα ξαναπάει σε συλλαλητήριο, όποιον θα πάει πρώτη φορά, ούτε αποτρέπω κανέναν απ’ το να παρευρεθεί σε κάποια εκδήλωση «Για τη Μακεδονία». Είναι δικαίωμα κάθε ενεργού πολίτη σε μία δημοκρατία να διαδηλώνει για ότι εκείνος θεωρεί άδικο ή οξύμωρο όπως το παρόν ζήτημα. Δε δικαιολογώ την αποχή των κρατικών καναλιών από το πρώτο συλλαλητήριο, διότι η συγκέντρωση πεντακοσίων ή τετρακοσίων ή ακόμη κι ενενήντα χιλιάδων πολιτών (όποιος και να είναι ο ακριβής αριθμός, δεν παύει να είναι ογκώδης), οι οποίοι διαδηλώνουν για κάποιο ζήτημα, είναι ένα γεγονός άξιο αναφοράς και προβολής. Δε θα ασχοληθώ με τους σκληροπυρηνικούς ομιλητές και την παρουσία του κλήρου, τις παρακρατικές και εθνικιστικές οργανώσεις. Ούτε με τους πολιτικούς παρευρισκόμενους, κάποιοι από τους οποίους άδραξαν ή όχι την ευκαιρία να διορθώσουν την τυχόν ραγισμένη εικόνα τους και να αντλήσουν μέσω παλαμοκροτήσεων και εθνικιστικών κορωνών την προβολή που τόσο πολύ έχουν ανάγκη. Θα ασχοληθώ με το μέσο πολίτη ο οποίος γνωρίζει ή δε γνωρίζει στο σύνολό του το πρόβλημα αλλά διαδηλώνει φωνάζοντας πως «Η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική» γιατί αυτό είναι το ορθό και το λογικό για εκείνον. Όμως η ορθότητα και η λογική, η διαδήλωση, μικρή σημασία έχουν στον εθνικισμό, στην πολιτική και τη διπλωματία και δη για ένα ζήτημα το οποίο απασχολεί την κοινή γνώμη εδώ και πάρα πολλά χρόνια και σε πολλά σημεία του θεωρείται τετελεσμένο. Την απάντηση δύναται να δώσει η ιστορία.



Η ιστορική προέλευση και συνέχεια των Σκοπιανών  στη Βαλκανική
     
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή: τον 6ο μ.Χ. αιώνα (χοντρικά εννέα αιώνες μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή δηλαδή), Σλαβικά φύλλα άρχισαν να εισρέουν στο εσωτερικό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, νότια του ποταμού Δούναβη και να πλιατσικολογούν. Μιλούσαν βαρβαρικές γλώσσες και στο σύνολό τους ήταν παγανιστές – ειδωλολάτρες. Τον 7ο αιώνα οι βυζαντινές αρχές επέτρεψαν στους σλαβικούς πληθυσμούς τη μόνιμη εγκατάστασή τους στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας στο ευρωπαϊκό κομμάτι και οι τελευταίοι ίδρυσαν σε διάσπαρτες νησίδες στον βαλκανικό χώρο τις λεγόμενες «σκλαβηνίες» και «άντες» (σλαβικές κοινότητες) κι εκχριστανίστηκαν. Από το 13ο έως και τις αρχές του 20ου αιώνα οι σλαβικοί πληθυσμοί τελούσαν υπό οθωμανικό ζυγό.


Η ιστορική διαδρομή του ζητήματος

Το «Σκοπιανό» δεν είναι ένα ζήτημα που προέκυψε χτες, αλλά ξεκίνησε από τα τέλη του 19ου αιώνα, κλιμακώθηκε κατά το μεσοπόλεμο και πήρε με μικρές διαφοροποιήσεις τη σημερινή του μορφή τη δεκαετία του 1990 και συγκεκριμένα το 1991, μετά τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση των επιμέρους Δημοκρατιών της.
     
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας κύκλος Σλάβων διανοουμένων άρχισε να προωθεί την ιδέα ύπαρξης χωριστού «σλαβομακεδονικού έθνους» στο χώρο της κεντρικής Μακεδονίας. Προέκυψε λοιπόν το «μακεδονικό ζήτημα», το πώς και σε ποιόν δηλαδή θα κατανεμηθεί ο χώρος που χωροταξικά ονομαζόταν «Μακεδονία» ήδη από το συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Με την αυγή των βαλκανικών πολέμων, οι Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία πήραν το μερίδιο τους, όπως άλλωστε από πριν είχαν συμφωνήσει και η ιδέα του Σλαβομακεδονικού έθνους έμεινε ανενεργή, για να υποστηριχθεί ξανά, άμεσα ή έμμεσα, κατά το μεσοπόλεμο, από τα κομμουνιστικά κόμματα και τη δυσλειτουργία της Γιουγκοσλαβικής διοίκησης. Στην κατεχόμενη κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο «Μακεδονία του Βαρδάρη» (Σημερινό κράτος των Σκοπίων), αναπτύχθηκε ένα αντιφασιστικό αντάρτικο με μεγάλη δράση και επιτυχία, γεγονός που οδήγησε μετά τον πόλεμο και τη Γιουγκοσλαβική ενοποίηση, στην ίδρυση της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», η οποία ήταν ομόσπονδη δημοκρατία, στο εσωτερικό του κράτους της Γιουγκοσλαβίας. Έμπρακτη αντίδραση τότε δεν υπήρξε εφόσον η ελληνική πλευρά θεωρούσε πως σε τελική ανάλυση η ονομασία είναι εσωτερικό ζήτημα της Γιουγκοσλαβικής διοίκησης και οι όποιες εθνικιστικές βλέψεις αυτού του νέου μορφώματος, δεν ήταν ρεαλιστικές και πραγματοποιήσιμες.
     
Το 1991 ωστόσο, το κράτος της Γιουγκοσλαβίας διασπάται και από αυτή τη διάσπαση προκύπτουν νέα ανεξάρτητα κράτη, μαζί και το κράτος των Σκοπίων, το οποίο το Δεκέμβρη εμφανίζεται με συνταγματικό όνομα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας», η οποία τυγχάνει αναγνώρισης από διάφορα κράτη της Ευρώπης και όχι μόνο. Στην Ελλάδα ξεσπά πολιτικός αναβρασμός και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με υπουργό εξωτερικών τον Αντώνη Σαμαρά αποτυγχάνει να διαχειριστεί την κατάσταση. Μάλιστα στη συνάντηση των υπουργών εξωτερικών της ΕΟΚ  με σκοπό την έγκριση εγκαινίασης εμπορικών σχέσεων με τις νέες δημοκρατίες  της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, Κροατίας, Σλοβενίας και «Μακεδονίας», που προέκυψαν από το διασπασμένο κράτος της Γιουγκοσλαβίας, το Δεκέμβρη του 1991, ο Αντώνης Σαμαράς συνυπογράφει τη συμφωνία, αποδεχόμενος τον όρο. Στις 14 Φεβρουαρίου του 1992 ξεσπά το μεγάλο συλλαλητήριο για την ελληνικότητα της Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη. Σειρές συναντήσεων κομματικών αρχηγών υπό τον ΠτΔ Κωνσταντίνο Καραμανλή οδηγούν στην υιοθέτηση κοινής εθνικής γραμμής: κανένα όνομα που να εμπεριέχει τον όρο Μακεδονία ή παράγωγα του δε θα γίνει αποδεκτό από την Ελλάδα. Ωστόσο το 1993, τα Σκόπια γίνονται δεκτά στον ΟΗΕ με προσωρινό όνομα το «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (πΓΔΜ). Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου με υπ. Εξ. τον Κάρολο Παπούλια, προχωρά το Φεβρουάριο του 1994 σε μονομερές οικονομικό εμπάργκο των Σκοπίων λόγω της ονομασίας και των συνταγματικά κατοχυρωμένων αλυτρωτικών βλέψεων τους προς τη χώρα μας. Η Ελλάδα δικαιώνεται από το Ευρωπαϊκό δικαστήριο και η πΓΔΜ υποχρεώνεται να επαναπροσδιορίσει την πολιτική της και να εγκαταλείψει το άστρο της Βεργίνας ως εθνικό σύμβολο, αλλά η στάση των Σκοπίων σε σύνταγμα και ονομασία είναι ανυποχώρητη. Η ελληνική Κυβέρνηση προχωρά το Νοέμβρη σε βέτο για την είσοδο των Σκοπίων στη ΔΑΣΕ.
      
Τα πράγματα εξακολουθούν να βρίσκονται σε αυτό το στάδιο με μικρές εξάρσεις και υφέσεις, ως την αυγή του 2006, όποτε και πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας αναλαμβάνει ο Νίκολα Γκρουέφσκι, μέλος της εθνικιστικής μερίδας. Τα Σκόπια, υπό το καθεστώς του γέμισαν με Μακεδονικά αγάλματα και σύμβολα, ενώ η προπαγάνδα μέσω τύπου, λογοτεχνίας, ιστοριογραφίας και πολιτικής, έφτασε στο απόγειό της, κατατάσσοντας τα Σκόπια στην παγκόσμια κοινή γνώμη ως «Μακεδονία»,  κοιτίδα του Μακεδονικού έθνους, του Αρχαίου Μακεδονικού Βασιλείου και άμεσο κληρονόμο αυτών. Η εθνικιστική προπαγάνδα των Σκοπίων για δέκα συναπτά έτη ανθοβολούσε και οποιαδήποτε φωνή λογικής και ιστορικής επιστήμης από την παγκόσμια κοινότητα επιστημόνων, την Ελλάδα ή τη γείτονα χώρα ήταν (και είναι) τουφεκιές στον αέρα. Η επίσημη ελληνική θέση απέναντι στο έγκλημα που συντελούνταν, μετριοπαθής ωστόσο σταθερή, με φωτεινές της πτυχές  το «βέτο» Καραμανλή, για είσοδο των Σκοπίων σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε., αν δε βρεθεί όνομα αμοιβαία αποδεκτό, μιας και τα εμπορικά συμφέροντα του έθνους μας στη γείτονα χώρα, ήταν κι εξακολουθούν να είναι τεράστια. Ωστόσο συμφωνία σχετικά με το όνομα δεν επετεύχθη, για να φτάσουμε στο 2016, όποτε και πρωθυπουργός των Σκοπίων αναλαμβάνει ο Ζόραν Ζάεφ, διαλλακτικότερος στο ζήτημα της ονομασίας και μόνο.
      
Σήμερα η κατάσταση είναι γνωστή σε όλους μας. Οι εταίροι μας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, πιέζουν για εύρεση συμβιβαστικής λύσης στο θέμα των Σκοπίων και η Ελληνική πλευρά φαίνεται διαλλακτική προς αυτή την κατεύθυνση. Με τι κόστος όμως...
    
Το αν ο Ζάεφ θα υποχωρήσει ή όχι σε όνομα της χώρας του το οποίο δε θίγει τις ελληνικές θέσεις, μένει να φανεί. Θα εξαρτηθεί κι από τις ελληνικές θέσεις. Μπορεί τα συλλαλητήρια και οι φωνές να λειτουργήσουν θετικά σε αυτό. Όμως ποια φωνή θα ακυρώσει τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αλυτρωτικές βλέψεις των Σκοπίων για επέκταση στο Αιγαίο; Ποια φωνή θα πείσει την επί εικοσιπενταετίας γαλουχημένη και πλέον πεπεισμένη διεθνή κοινότητα και κοινή γνώμη πως αυτό το έθνος εκτός από τον χώρο κατοικίας του, ουδεμία σχέση με την αρχαία Μακεδονία έχει; Πώς ένας νέος Σκοπιανός θα δεχθεί πως όσα έμαθε τόσα χρόνια είναι ψέματα και θα πιστέψει νέες διδαχές για την ιστορία του, για τον πολιτισμό και το έθνος του; πως θα σταματήσει μία κοινωνία φανατικών να φανατίζεται και να υποχωρήσει για χάρη της ιστορικής τεκμηρίωσης  και της λογικής;  Σε αυτό το θέμα «η γιορτή» μάλλον έχει τελειώσει.


Του Ιωάννη Γκουμάκη, πτυχιούχου Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων*



*Κείμενο μου που είχα αποστείλει προς δημοσίευση στο διαδικτυακό "MAXMAG", την Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου