Σάββατο 20 Απριλίου 2019

21η Απριλίου - Μια εθνική ντροπή που μνημονεύεται για τους λάθος λόγους

Στις 21 Απριλίου του 1967, αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου και συμμετοχή του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Νικολάου Μακαρέζου κατέλαβαν την εξουσία της χώρας μέσω στρατιωτικού πραξικοπήματος. Η ελληνική Δημοκρατία, σε μια στιγμή αδυναμίας της, που οφειλόταν σε σειρά συγκυριών από τον εμφύλιο και μετά, καταλύθηκε και πρακτικά από μια χούφτα τυχοδιώκτες αξιωματικούς, που σπίλωσαν το κύρος του ελληνικού στρατού, ατίμασαν τη στολή και τον όρκο τους και οδήγησαν τη χώρα σε μια φοβερή περιπέτεια και τεράστιες απώλειες, με κορυφαία εκείνη της Κύπρου


Ωστόσο στις μέρες μας είναι πολλοί αυτοί οι οποίοι είτε δε γνωρίζουν, είτε δεν επιθυμούν να δεχθούν τον επιβλαβή ρόλο που διαδραμάτισε η Χούντα των Συνταγματαρχών, διότι τη θεωρούν περίοδο θετική για τη χώρα, είτε λόγω της αφέλειας τους, είτε εξαιτίας της ακροδεξιάς κι εθνικιστικής τους ταυτότητας.

Μίας ταυτότητας που δυστυχώς στις μέρες μας "συνθηκολογεί" με εκείνη την κατάμαυρη σελίδα της Νεοελληνικής ιστορίας και δυστυχώς, την προβάλει περήφανα ως κάτι δίκαιο. Τα επιχειρήματα των υμνητών της 21ης Απριλίου επικεντρώνονται συνήθως σε τρεις βασικούς άξονες. Στον άξονα της οικονομίας, στον άξονα της ανθηρής αγοράς εργασίας και "κρυστάλλινης δικαιοσύνης", αλλά και στον άξονα της "προδοτικής γενιάς" του Πολυτεχνείου. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά


Άξονας 1ος: Το οικονομικό θαύμα της Χούντας


Το παραμύθι του "οικονομικού θαύματος" της χούντας που δήθεν παρέδωσε στη Δημοκρατία μια ακμάζουσα οικονομία θεωρείται πρωταρχικό επιχείρημα των υμνητών της Επταετίας. Οι χουντικοί όχι μόνο δεν παρέδωσαν τη χώρα χωρίς κανένα χρέος αλλά αύξησαν το ήδη υπάρχον. Σύµφωνα µε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 1974 το δηµόσιο χρέος είχε ανέβει στο 20,8% επί του ΑΕΠ, στα 114 δισ. δρχ. εκείνη τη χρονιά, µε τον εσωτερικό κι εξωτερικό δανεισµό να γιγαντώνονται. Το χρέος ξεκίνησε από 37,8 δισεκατομμύρια δρχ. το 1967, ενώ το 1973 ήταν ήδη στα 87, µε το έλειµµα στο εµπορικό ισοζύγιο να είναι 4,5 φορές ψηλότερο. Ο πληθωρισµός κάλπαζε, το πραγµατικό εισόδηµα µειωνόταν, οι φόροι έκαναν επέλαση, το ίδιο και η ακρίβεια. Ακόµα και µια ελαφριά µείωση του εξωτερικού δανεισµού ήταν τεχνητή, αφού οι εργοληπτικές εταιρείες έπαιρναν τα δάνεια από το εξωτερικό µε εγγύηση ελληνικού ∆ηµοσίου και στη συνέχεια γίνονταν ανάδοχες των δηµόσιων έργων, µε παραχώρηση των δανείων στο ελληνικό κράτος. ∆εκάδες τέτοια δάνεια – συµβάσεις έγιναν και µ’ αυτήν την πατέντα – µετατροπή και το χρέος φαινόταν ως "εσωτερικό". Ένα τέχνασμα ουσιαστικά που σήμερα αποδίδεται στους χειρισμούς του Παττακού. 


Από το 1971, η κατάσταση στην οικονοµία δεν µπορούσε να παραμείνει επτασφράγιστο μυστικό. Παρατίθενται, παρακάτω κάποια στοιχεία για το δηµόσιο χρέος από το 1958, µε πηγή τη Στατιστική υπηρεσία: 


∆ΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΣΕ ∆ΙΣ. ∆ΡΧ. 1958………………………………………………..3,5 1959………………………………………………..8,0 1960………………………………………………..9,7 1961………………………………………………11,6 1962………………………………………………13,1 1963………………………………………………17,6 1964………………………………………………21,4 1965………………………………………………25,4 1966………………………………………………32,0 1967………………………………………………37,8 1968………………………………………………45,3 1969………………………………………………56,7 1970………………………………………………63,7 


Αυτό που παρατηρείται με βάση τον παραπάνω πίνακα, είναι πως από το 1966, που το χρέος ήταν 32 δισ., υπερδιπλασιάστηκε µέχρι το 1970 στα 63,7. Σύµφωνα, εξάλλου, µε στοιχεία του ∆εκεµβρίου του 1971, υπήρξε "αύξηση των εισαγωγών µ’ έναν ρυθµό 15% περίπου, µε ταυτόχρονη µείωση των εξαγωγών κατά 5%, διαφορά που διεύρυνε το έλειµµα του εµπορικού ισοζυγίου". 


Το 1972 ο Τύπος βοούσε πια για την τραγική κατάσταση της οικονοµίας. Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1972 τα Νέα έγραφαν στον τίτλο του ρεπορτάζ τους: "Κατά 7,7 δισ. αυξήθηκε το 1971 το δηµόσιο χρέος". Σύµφωνα µε τα στατιστικά στοιχεία του τελευταίου τεύχους του ∆ελτίου Στατιστικής ∆ηµοσίων Οικονοµικών, κατά το τέλος του 1971 το συνολικό δηµόσιο χρέος ανήλθε σε 71,4 δισ. δραχµές». Από 63,7 που ήταν το 1970! Με τη σηµείωση ότι µειώθηκε κατά 600 εκατ. δρχ. το χρέος σε ξένο νόµισµα και αυξήθηκε κατά 1,8 δισ. το χρέος σε εγχώριο νόµισµα, (με την "πατέντα" του Παττακού, που αναφέρθηκε παραπάνω). Στον Οικονοµικό Ταχυδρόµο, στις 15 Φλεβάρη του 1973, τα σηµάδια κατρακύλας της οικονοµίας συνεχίζονται: "Μεταξύ Μαΐου 1971 και 1972 το δηµόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 7.118 εκατ. δρχ. ή σε ποσοστό 10% κι έφθασε στο ύψος των 73.806 εκατ. δρχ.".  


Η τρανταχτή διαπίστωση με βάση τα παραπάνω είναι πως στην εξαετία της δικτατορίας (1967-1973), το εξωτερικό χρέος έγινε 1,5 φορά µεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων. Δηλαδή, από καταβολής ελληνικού κράτους. Άρα δε μιλάμε για κανένα οικονομικό θαύμα. Μιλάμε για οικονομική καταστροφή.




Άξονας 2ος: η δυνατή αγορά εργασίας και η "ισότητα" απέναντι στην ελληνική δικαιοσύνη 

Τη δεκαετία του 1970 οι Έλληνες µετανάστες και οι ναυτικοί τόνωναν τις καταθέσεις µε δεκάδες χιλιάδες εµβάσµατα από το εξωτερικό. Στην Ελλάδα, που από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 προσπαθούσε να σηκώσει για πρώτη φορά κεφάλι, ύστερα από την Κατοχή, τον Εµφύλιο και την κατάµαυρη δεκαετία του ’50, μόνο οι υπερεργολάβοι και άνθρωποι του καθεστώτος πλούτισαν. Η δικαιοσύνη φυσικά "τυφλή" όπου χρειαζόταν και λειτουργική προς το συμφέρον τους. Παρακάτω θα βρείτε αρκετά παραδείγματα.


Την περίοδο του "οικονομικού θαύματος" της χούντας συνεχίστηκε η μαζική μετανάστευση των Ελλήνων. Σύμφωνα με στοιχεία της χούντας, την πενταετία 1968 – 1972 ακόμα 486.000 εργάτες έφυγαν από την Ελλάδα. Πάνω σε αυτό βασίστηκε η δικτατορία για να μιλά για μείωση της ανεργίας.Ταυτόχρονα δυνάμωσε με γοργούς ρυθμούς η εγκατάλειψη της υπαίθρου, ενώ η φορολογική αφαίμαξη των μισθωτών, των αγροτών και των ελεύθερων επαγγελματιών ανέβηκε στα ύψη. Η εφημερίδα Ακρόπολις έγραφε στις αρχές του 1972 πως "η φοροδοτική ικανότητα του λαού έχει φτάσει στο έσχατο όριο και δεν πρέπει να ληφθούν νέα μέτρα".

Η δήλωση του εφοπλιστή Ανδρεάδη ότι η Χούντα υποσχέθηκε ρητά μέσω του Παπαδόπουλου πως θα τους έδινε ότι κι αν της ζητήσουν, βρήκε εφαρμογή: στην απαλλαγή του μεγάλου εφοπλιστικού κεφαλαίου από κάθε φορολογία, προσφέροντας μάλιστα προκαταβολικά και φορολογική ασυλία καθώς τους εξαίρεσε από κάθε δίωξη για φοροδιαφυγή. Το αποτέλεσμα ήταν οι πλουσιότεροι Έλληνες να συνεισφέρουν στα δημόσια οικονομικά όσο οι οικοδόμοι της Θεσσαλονίκης (Στοιχεία Οικονομικός Ταχυδρόμος, 1/2/1973).

Την ίδια στιγμή το Ελληνικό Δημόσιο ανέλαβε το 80% του κόστους ναυπήγησης στην ποντοπόρα και επιβατηγό ναυτιλία, ενώ παραχώρησαν αθρόες πιστώσεις στους εφοπλιστές για την επέκταση των επιχειρήσεών τους. Η χούντα κρατικοποίησε το κόστος παραγωγής για τους εφοπλιστές και τους χάρισε… αφορολόγητα, τα κέρδη. Μόνο ο Ανδρεάδης, πρόεδρος τότε των Ελλήνων εφοπλιστών, μέσα στη χούντα κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο 5 τραπεζών, 12 ασφαλιστικών εταιρειών, ναυπηγείων, βαποριών, δεκάδων ξενοδοχειακών μονάδων και βιομηχανικών επιχειρήσεων. Πάρτι έστησαν επί ελληνικού εδάφους, ξένες επιχειρήσεις, κυρίως από τη δυτική όχθη του Ατλαντικού, όπως η Standard Oil, Goodyear, Mobil, Texaco και άλλα μεγαθήρια.


Τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων αναφέρουν ότι στην πενταετία 1967 – 1971 τα καθαρά κέρδη των βιομηχάνων τετραπλασιάστηκαν, από 1,1 δισ. δραχμές σε 4,1 δισ. Η Εθνική Τράπεζα που κατείχε πάνω από το 60% του τραπεζιτικού κεφαλαίου, εξασφάλισε μόνο μέσα στο 1971 1.484,5 εκατομμύρια δραχμές κι έφτασε τα κεφάλαιά της στα 2,5 δισ. δραχμές. Οι εκατομμυριούχοι στη χώρα μας έγιναν 701 το 1970 από 241 που ήταν το 1965, σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών και 1.647 το 1973, ενώ «αποκτήσαμε» και 20 δισεκατομμυριούχους! Έτσι εξηγείται γιατί οι εφοπλιστές ανακήρυξαν τον δικτάτορα Παπαδόπουλο σε ισόβιο πρόεδρό τους το 1972!

Σχετικά με την κρατική μηχανή, αυθαιρεσίες έγιναν όσον αφορά τα πρόσωπα του καθεστώτος. Ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος ξεκίνησε το 1967 με μηναίο εισόδημα 7.900 δραχμές κι έφτασε να εισπράττει φανερά, σύμφωνα με τα στοιχεία της προσωπικής φορολογικής δήλωσής του, 4.309.631 δραχμές μηνιαίως, έχοντας αποκτήσει παράλληλα τρία πολυτελή διαμερίσματα και μία βίλα στο Λαγονήσι. Το Ελληνικό Δημόσιο πλήρωνε κάθε μήνα 300 χιλιάδες δραχμές για τις φωταψίες της βίλας και 300 ακόμα χιλιάδες για έξοδα ασφάλειας του δικτάτορα. Αντίστοιχα ήταν τα οφέλη για όλη την οικογένειά του.Το μεροκάματο ενός μέσου μισθωτού για εκείνη την περίοδο ήταν 135 δραχμές κατά μέσο όρο. Μηνιαίως δηλαδή 3.300 δραχμές στη βέλτιστη των περιπτώσεων.

Η πολιτικές αυθαιρεσίες και η οικογενειοκρατία άνθιζε επίσης. Ο αδελφός του δικτάτορα Χ. Παπαδόπουλος, αναβαθμίστηκε από μικροπωλητής σε γενικό γραμματέα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και ο έτερος αδελφός Κ. Παπαδόπουλος διορίστηκε ανώτερος αξιωματούχος του Υπουργείου Προεδρίας, με τα ανάλογα μισθολόγια. Παράλληλα, την τοποθέτηση αδελφών, ξαδέλφων και λοιπών μελών των οικογενειών τους σε νευραλγικά πόστα έναντι αδράς αμοιβής, ακολούθησαν και οι υπόλοιποι του καθεστώτος. Ο Μακαρέζος για παράδειγμα έκανε τον γαμπρό του μόνιμο υφυπουργό Γεωργίας και τον αδελφό της γυναίκας του γενικό γραμματέα του Υπουργείου Συντονισμού. Αυξήσανε τους μισθούς τους κατά 100% και πρωταγωνίστησαν σε απερίγραπτα σκάνδαλα φοροδιαφυγής. Ο Αλέξανδρος Ματθαίος, πρώην λυκειάρχης, δύο φορές υπουργός επί χούντας, δήλωνε ετήσια εισοδήματα το 1971 556.400 δραχμές, απέκτησε τρία διαμερίσματα, μεγάλα κτήματα και οικόπεδα. Οι υπουργοί Εφέσιος και Θεράπιος, εκτός από χρήματα, πήραν από 13.000 και 19.000 στρέμματα αντίστοιχα, από τα χωράφια της αποξηραμένης λίμνης Κάρλας. Ο υπουργός της χούντας Τοτόμης καταχράστηκε από αμερικανική επιχείρηση 80.000 δολάρια και καλύφθηκε από τη Χούντα. Ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας Χολέβας έγινε μέτοχος σε δύο ναυτιλιακές εταιρείες και συνιδιοκτήτης σε 40 πλοία, συνελήφθη από την αστυνομία της Νέας Υόρκης για απάτη και χρειάστηκε η επέμβαση της χούντας για να αφεθεί ελεύθερος. Ο Μακαρέζος έδινε υπερτιμολογημένες εργολαβίες 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων σε εταιρείες στις οποίες «εργαζόταν» ο ίδιος ως σύμβουλος, ο γενικός γραμματέας Αθλητισμούς Ασλανίδης είχε πιαστεί για καταχρήσεις στο ΠΡΟ-ΠΟ. Ο υπουργός Εμπορίου της χούντας Μπακόπουλος, ανακατεύτηκε σε σκάνδαλο με κρέατα, ενώ ο Γ. Καρύδας έγινε, χάρη στον αδελφό του συνταγματάρχη και υφυπουργού της χούντας, από πωλητής τσιγάρων πλοιοκτήτης. Όλοι οι συνεργάτες του Μακαρέζου, του Ιωαννίδη, του Ανδρουτσόπουλου άρπαξαν οικόπεδα σε εξευτελιστικές τιμές, χτίσανε βίλες και πολυκατοικίες, έγιναν μέτοχοι σε εταιρείες και μεγαλοκαταθέτες τραπεζών.

Τα φημισμένα, δήθεν δημόσια έργα της χούντας έγιναν με απευθείας αναθέσεις και κόστισαν εκατομμύρια δραχμές, πάνω από την πραγματική τους αξία, στο Δημόσιο. Σκάνδαλα όπως το "τάμα του έθνους" με το οποίο μπήκε χέρι στα ταμεία, για να χτιστεί ο "Ναός του Σωτήρος" (Γεωργίου Παπαδόπουλου) έμειναν στην ιστορία. Χωρίς να μπει ούτε μια πέτρα, όπως ανακοίνωσαν οι υπεύθυνοι του Ταμείου του "Τάματος" στην εφημερίδα "Εστία" στις 19/1/1974, ξοδεύτηκαν -άγνωστο πού- 496 εκατομμύρια δραχμές.

Περιλάλητη είναι επίσης η υπόθεση με το εμπόριο όπλων που διεύθυναν τα επιτελεία της Χούντας με συνέπεια όταν κηρύχτηκε η επιστράτευση για να αποκρουστεί η εισβολή των Τούρκων το 1974 στην Κύπρο, να βρεθούν πέτρες στα κιβώτια που θα έπρεπε να βρισκόταν οπλισμός. 

Μιλάμε λοιπόν μέχρι στιγμής για μία διαλυμένη οικονομία, με ελάχιστες ευκαιρίες εργασίας, με αρκετά μεγάλο αριθμό μεταναστών για τα δεδομένα της εποχής (και σε αντίθεση με το πετυχημένο αφήγημα περί εργασίας), με σκάνδαλα διαφθοράς και ατιμωρησίας και συσσώρευση πλούτου στα χέρια των δυνατών, εν τη απουσία φορολογίας.

Άξονας 3ος: Η προδοσία της Γενιάς του Πολυτεχνείου

Είναι κι αυτό ένα βασικό επιχείρημα. Η ακροδεξιά κάνει αγώνα, ούτως ώστε να δεχθεί ο καθένας από εμάς στο ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την ενσωμάτωση και την υποταγή ακόμη και στα πιο ακραία καθεστώτα, μιας και "δεν άλλαξε και κάτι, βασικά ίσως τότε να ήμασταν και καλύτερα". Λάθος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο παραμύθι απ’ αυτό. Και φυσικά δε μπορεί να λειτουργήσει, ακόμη κι αν δεχτούμε το ότι κάποιοι από τη γενιά του Πολυτεχνείου, εκμεταλλεύτηκαν αυτή την πλούσια αγωνιστική παρακαταθήκη, εντάσσοντας τη στο βιογραφικό τους, κάνοντας πολιτικές καριέρες. Σήμερα ψηφίζουμε. Αν δε μας αρέσει κάτι, πιστεύω πως μπορούμε να το αλλάξουμε με την ψήφο μας, ασκώντας το κυρίαρχο Δημοκρατικό μας δικαίωμα. Τότε;
Κάτι τέτοιο, πρωτίστως αποτελεί από μόνο του μία βαθιά προσβολή για εκείνους που έπεσαν στην μάχη κατά του καθεστώτος, καθ' όλη τη διάρκεια της επταετίας. Ήταν όλοι εν δυνάμει προδότες; Είναι δηλαδή κάθε αγώνας μάταιος και «χαμένος εν τη γενέσει του»; Όχι. Είναι επίσης προσβολή και για τους χιλιάδες που συμμετείχαν. Που νοιώθουν περήφανοι που έδωσαν το αίμα τους και χόρεψαν στη φωτιά τη ζωή τους κόντρα στο σκοτάδι της Χούντας. Έχουν μείνει οι περισσότεροι αφανείς, σεμνοί και χωρίς να περιφέρουν την πραμάτεια της αγωνιστικής τους περγαμηνής στο παζάρι της πολιτικής. 
Δεν είναι πρώτη φορά και ούτε θα είναι η τελευταία που άνθρωποι σαν τη Δαμανάκη και το Λαλιώτη «απορροφούνται» από το σύστημα. Πολλοί όμως ήταν εχθροί του καθεστώτος και θέλησαν να παλέψουν ενάντια σε αυτό. Μόνο και μόνο γιατί ήταν απάνθρωπο και άδικο. Τίποτα περισσότερο. 
Όπως και να χει η αξιολόγηση των βαθύτερων πολιτικών απόψεων και ιδεών όσων βρέθηκαν αντιμέτωποι με το χουντικό καθεστώς, δεν είναι το σημερινό θέμα. Ούτε βεβαίως η μετέπειτα κοινωνική ή πολιτική εξέλιξη του καθενός αποδεικνύει τη ματαιότητα ενός αγώνα.  Από κει και πέρα κανείς μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του σε ύστερο χρόνο. Μόνο όμως στο βαθμό που επιτρέπεται. Δε γίνεται να θεωρείται θετική η εξισορρόπηση μίας δικτατορίας με μία Δημοκρατία. Δε γίνεται να μιλάμε για Χούντα το 2019. Χούντα Ευρωπαϊκή, ή έστω εθνική. Είναι ταυτόχρονα και αφελές κι επικίνδυνο. Αφελές γιατί θέτουμε τους εαυτούς μας στη θέση του ηθικού αυτουργού, αποποιούμενοι των κυρίαρχων δικαιωμάτων μας ως πολίτες. Επικίνδυνο γιατί, μόνοι μας βοηθούμε την αποδόμηση της Δημοκρατίας, ενισχύοντας τις φωνές εκείνων που δεν την αντέχουν και πασχίζουν να την καταστρέψουν. Μιας Δημοκρατίας, η οποία στις μέρες μας, ήδη έχει αρχίσει και ξεφτίζει. Αλλά, ευτυχώς, δεν τη χάσαμε ακόμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου