Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Ο Σταυρός στη Συκή - 76 χρόνια ιστορικής μνήμης

Λίγους μήνες πριν αποχωρήσουν από την Ελλάδα, τα γερμανικά στρατεύματα προέβησαν σε μία ακόμη θηριωδία εις βάρος του Ελληνικού λαού. Οι Ναζί, ως τελική ενέργεια στη διαδικασία να πλήξουν το ελληνικό αντιστασιακό πνεύμα, το οποίο είχε δυναμώσει για τα καλά, οργανωμένο από νωρίς κατά την περίοδο της Κατοχής, όργωναν τις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, σκοτώνοντας και λεηλατώντας όπου κι όποτε το επιθυμούσαν. Τα λεγόμενα «χτένια», όπως ονομάζονταν οι ενέργειες αυτές, δεν άφησαν έξω και το Πήλιο.
Οι Γερμανοί, χαράσσοντας πορεία από τη Ζαγορά την άνοιξη του 1944, στις 24 με 26 του Μάη φαίνεται να έφτασαν και στη Συκή. Μία ομάδα 30-40 στρατιωτών, μεταφέροντας μαζί τους αιχμαλώτους Έλληνες αντιστασιακούς, έφτασε στο σχεδόν έρημο χωριό κι έπειτα κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα. Στο σύνορο Συκής - Ξινόβρυσης είχαν καταφύγει δεκάδες Συκιώτες, οι οποίοι, στη ρεματιά της «Μπουρμπουλίθρας», βρήκαν κάλυψη αλλά και αγαθά διαβίωσης. Μαθαίνοντας την άφιξη των Γερμανών, οι Συκιώτες κρύφθηκαν βαθιά στα δάση της ρεματιάς για να αποφύγουν τον κίνδυνο.

Στην αρχή της κατοχής υπήρχαν δυνάμεις των Ιταλών στο χωριό. «Άνθρωποι ήσυχοι, με τα ζώα τους και χωρίς να προξενούν φασαρίες», όπως μας πληροφορεί ο κ. Δημήτρης Σακλάκης, κάτοικος Συκής. «Μετά ήρθαν οι Γερμανοί και λεηλατούσαν, έκλεβαν και σκότωναν όποιον ήθελαν». Ο ίδιος διέμενε σε ένα καλύβι πάνω από τη ρεματιά της Μπουρμπουλίθρας, το οποίο στέκεται ανακαινισμένο ως τις μέρες μας και είναι ακόμη ιδιοκτησία. Είχε καταφύγει εκεί με μέλη της οικογένειας του, ανάμεσα σε μεγάλο αριθμό Συκιωτών, επί το πλείστον γυναικόπαιδων. Με βάση τα λεγόμενα του μαθαίνουμε πως, η ομάδα των Γερμανών έφτασε στη ρεματιά στις 27 του Μάρτη του 1944, έχοντας μαζί της 13 Έλληνες Πατριώτες. Ξεκίνησε όμως από τα χωριά του ορεινού Πηλίου, μάλλον από την Τσαγκαράδα, με περισσότερους από 20 αιχμαλώτους, από τους οποίους, άλλοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν και άλλοι εκτελέσθηκαν στο δρόμο, κατά τη διάρκεια της πορείας. Για το λόγο αυτό μάλιστα, οι Ναζί εκτέλεσαν τους πατριώτες στο σημείο της ρεματιάς, ως αντίποινα προς το αντάρτικο και για να κάμψουν την αντίσταση των ντόπιων, τους οποίους δεν έβλαψαν, πέραν του Ιωάννη Τσαγιάννη. Τον σκότωσαν στην τοποθεσία «Μέγα Ρέμα», κοντά στο εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου της Συκής, μία ημέρα νωρίτερα. Σύμφωνα με τη Μαρία - Μποζιώ Γκουμάκη, ο Τσαγιάννης, θείος της από την πλευρά της μητέρας της, περνούσε από την περιοχή όταν έγινε αντιληπτός από τους Γερμανούς. Το έβαλε στα πόδια φοβισμένος κι εκείνοι, νομίζοντας τον για αντάρτη, άνοιξαν πυρ εναντίον του, σκοτώνοντας τον στις 26/3/1944.
Ο Δ. Σακλάκης διέμενε στο καλύβι με τη μητέρα του και τη γιαγιά του, ενώ στην περιοχή διέμεναν περισσότεροι από 50 χωριανοί, μιας και το χωριό δεν ήταν ασφαλές λόγω των ανταρτών αλλά και των δοσίλογων. Εκεί είχαν πλέον τη ζωή τους, είχαν δικά τους μποστάνια και κρυμμένα αυτοσχέδια παραπήγματα, κάτω από ένα βράχο, το στεφάνι, όπως ονομάζουν οι ντόπιοι τέτοιου είδους μετέωρα. Το πρωί της 27ης Μαρτίου, ο αδερφός του Παρίσσης είχε μεταβεί μαζί με άλλους ντόπιους μέσω της ρεματιάς, στην παραλία Ποτόκι (απόσταση περίπου 3-4 χλμ), για να μάθουν νέα για τον πατέρα του κι άλλους που ήταν στο αντάρτικο.
Οι Γερμανοί πέρασαν από τα κτήματα κατηφορίζοντας προς το ρέμα. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Ζαχαριά, κάτοικο Συκής, η μητέρα του, αυτόπτης μάρτυρας του σκηνικού, του εξιστόρησε πως εκείνη τη μέρα χιόνιζε. Οι Γερμανοί κατεβαίνοντας, πυρπόλησαν το καλύβι του Ζαχαρού, τρομάζοντας έτσι αρκετούς κατοίκους και τρέποντας τους σε φυγή. Περνώντας από το σημείο κατοικίας πολλών Συκιωτών, δεν βρήκαν κάποιον κι έτσι δεν υπήρξαν θύματα. Φτάνοντας στα ριζά, εκεί που το βουνό συναντά το νερό, μέσα στο δάσος πλέον, χτένιζαν την περιοχή σε ομάδες. Διέθεταν ακριβείς χάρτες της περιοχής και καθοδηγούνταν από ντόπιους δοσίλογους, γεγονός που μαθαίνουμε κι από τον Ιωάννη Βαούτη, μέσω της μητέρας του, η οποία ήταν επίσης αυτόπτης μάρτυρας της εκτέλεσης.
Μία θεωρία είναι πως ανήμποροι να βρουν κάποιον άνδρα, οι Γερμανοί στρατιώτες, άρχισαν να φωνάζουν μέσα στο δάσος ελληνικά ονόματα ανδρών, (όπως Νίκος, Γιώργος και Γιάννης), μήπως και ξεγελάσουν κάποιον από τους κρυμμένους και φανερωθεί, για να τον εκτελέσουν. Όταν το σχέδιο τους δεν απέφερε αποτέλεσμα προχώρησαν στην επόμενη φάση του, σε αυτή της εκτέλεσης των αιχμαλώτων που έφεραν μαζί τους. Μία άλλη θεωρία, την οποία πληροφορούμαστε μέσω της μαρτυρίας του Ιωάννη Ζαχαριά, είναι πως οι Γερμανοί βιαζόντουσαν να αναχωρήσουν προς την Ξινόβρυση και οι αιχμάλωτοι τους καθυστερούσαν. Γι αυτό απαλλάχθηκαν από εκείνους, δολοφονόντας τους
Είτε έτσι, είτε αλλιώς, οι Γερμανοί, δίχως να χάσουν πολύ χρόνο, έστησαν τους 13 Πατριώτες σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από το καλύβι του Δ. Σακλάκη, σε ένα παλιό μποστάνι. Κάθισαν απέναντι σε ένα υπερυψωμένο σημείο. Πρόταξαν τα πολυβόλα τους. Και τους εκτέλεσαν. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα όλα είχαν τελειώσει…
Μάλιστα, η μητέρα του Δ. Σακλάκη, βλέποντας πιο πριν τους Γερμανούς να φωνάζουν και να ετοιμάζονται για εκτέλεση, κατέβηκε στη ρεματιά να δει εάν βρίσκονταν στα χέρια των Γερμανών, Συκιώτες. Μόλις αντελήφθη πως το σκηνικό της εκτέλεσης πρόκειται να εκτυλιχθεί μπροστά στα μάτια της, πρόλαβε και κρύφθηκε μέσα σε ένα μεγάλο πλατάνι, (το οποίο χωρούσε 7 άτομα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες κι άλλων ντόπιων που το γνώριζαν), όπου βρίσκονταν ήδη κι άλλοι Συκιώτες κρυμμένοι από πριν, ελάχιστα μέτρα από το σημείο εκτέλεσης. Με τους πυροβολισμούς, ο ίδιος αλλά και η γιαγιά του νόμισαν πως σκοτώθηκε κάποιος δικός τους. Ήταν μάλιστα τόσο εκκωφαντικοί οι ήχοι, που τα λίγα οικόσιτα ζώα τους τράπηκαν σε φυγή και γύρισαν μετά από αρκετές ημέρες.
Μετά την εκτέλεση οι Γερμανοί αναχώρησαν, προς την Ξινόβρυση. Οι Συκιώτες, βγαίνοντας από τις κρυψώνες τους, προχώρησαν προς το σημείο εκτέλεσης και διαπίστωσαν το τραγικό συμβάν. Οι 12 από τους 13 Πατριώτες κείτονταν νεκροί, ενώ ένας χαροπάλευε ζητώντας βοήθεια, πριν υποκύψει στα τραύματα του. Έπειτα από τρεις μέρες, κάποιοι Συκιώτες έθαψαν τους εκτελεσθέντες κοντά στο σημείο εκτέλεσης, ενώ μετά τη λήξη του πολέμου, μάλλον στα 1953, συγγενείς των θυμάτων, έφεραν το μαρμάρινο μνημείο και το έστησαν μέσα στο ρέμα. Σύμφωνα με τη συγγραφέα Ν. Κολιού, το μνημείο κατασκευάστηκε από απόγονο του Εβραίου εκτελεσθέντα Αβραάμ Χασίδ και είναι ίδιο με ένα μνημείο της Τσαγγαράδας, αφιερωμένο στους ίδιους νεκρούς, οι οποίοι ξεθάφτηκαν από τους συγγενείς και μεταφέρθηκαν στους τόπους τους για ταφή.
Κατάλογος με την καταγωγή και τις ηλικίες των θυμάτων της εκτέλεσης:
Τσαγκαράδα
Ιωάννης Ιατρού (ετών 52)
Κωνσταντίνος Γαλανάκης (ετών 62)
Απόστολος Σάββας (ετών 70)
Απόστολος Καρμίρης (ετών 65)
Νικόλαος Μπαραμπούτης (ετών 63)
Αντώνιος Στεργιόπουλος (ετών 52)
Κωνσταντίνος Κόρμπας (ετών 47)
Κωνσταντίνος Ευσταθίου ή Σταθαρός (ετών 52)
Άγιος Ιωάννης Πηλίου
Κωνσταντίνος Μάρκου (Ηλικία μέχρι στιγμής άγνωστη)
Θεσσαλονίκη
Ισαάκ Χασσίδ (ετών 32)
Πρόπαν
Απόστολος Τσιτσιρίκης (ετών 55)
Βόλος
Λάζαρος Κιουλουμουγλου ή Κιολούμογλου (ετών 42)
Συκή
Ιωάννης Τσαγιάννης ή Τσαάνης (ετών 38)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου