Τι σηματοδοτεί στις μέρες μας το
αποτέλεσμα μίας έρευνας κοινού;
Αποτελεί αντικατοπτρισμό της λαϊκής βούλησης; Υπάρχει κοινή γνώμη; Κι αν υποθέσουμε πως υπάρχει, πού εδράζεται η κοινή
γνώμη στα κοινωνικά θέματα και στα θέματα πολιτικής;
Σε λίγα εικοσιτετράωρα, κάθε Ευρωπαίος
πολίτης οφείλει να προσέλθει στις κάλπες, με σκοπό να ασκήσει το κυρίαρχο
δημοκρατικό του δικαίωμα. Το διακύβευμα των φετινών Ευρωεκλογών είναι τεράστιο
αφού οι εξελίξεις των τελευταίων 5 ετών είναι επί το πλείστον δυσάρεστες.
Οικονομική και προσφυγική κρίση, άνοδος της ακροδεξιάς και του
Ευρωσκεπτικισμού. Η 26η Μαΐου, καθίσταται η μητέρα των Μαχών για το Ευρωπαϊκό
όραμα και για εμάς που προσβλέπουμε στη διατήρηση του.
Τόσο για εμάς, όσο και για πολλούς ακόμη συνανθρώπους μας, η διενέργεια των εκλογών αποτελεί από τις πιο σημαντικές λειτουργίες ενός δημοκρατικού συστήματος, μιας και ο αριθμός των ψηφοφόρων που προσέρχονται στις κάλπες είναι βασικός δείκτης του επιπέδου της πολιτικής συμμετοχής των πολιτών κάθε χώρας. Έτσι, η συμμετοχή των ψηφοφόρων στην εκλογική διαδικασία είναι η πιο άμεση μέτρηση του ενδιαφέροντος τους για τη δημοκρατία. Εξάλλου, αν ταυτίσουμε την έννοια της δημοκρατίας με την έννοια «της εξουσίας από το λαό» τότε το ενδιαφέρον πρέπει να εστιάζεται όχι μόνο στο ποσοστό που έλαβε κάποιο συγκεκριμένο κόμμα κατά την εκλογική αναμέτρηση, αλλά και στο ποσοστό συμμετοχής των πολιτών σε αυτή. Η τάση της μείωσης της συμμετοχής στις εκλογές μπορεί να θεωρηθεί ως μία κρίση της δημοκρατίας. Η υψηλή συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές θεωρείται ως μία θετική, ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη νομιμοποίηση του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος.
Κάθε φορά που οργανώνονται εκλογές στην Ελλάδα, είτε σε εθνικό, είτε σε υπερεθνικό επίπεδο, οι έρευνες κοινής γνώμης λαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημόσια σφαίρα και στο δημόσιο λόγο. Ο λόγος που γίνεται στα ΜΜΕ για τις δημοσκοπήσεις επηρεάζει ολόκληρη την κοινωνία, όχι μόνο την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή. Επικεντρώνοντας την προσοχή μας στα καθ’ ημάς, οι έρευνες κοινού που ανά τακτά χρονικά διαστήματα διενεργούνται από διάφορες δημοσκοπικές εταιρείες, γίνονται καθημερινό αντικείμενο συζήτησης σε κάθε εκλογική περίοδο. Ο λόγος δεν είναι οπωσδήποτε ο αποδεδειγμένα μεγάλος αριθμός των ερευνών που οργανώνονται. Ούτε και τα ίδια τα πρόσωπα της εκλογικής αναμέτρησης που άλλοτε προηγούνται κι άλλοτε ακολουθούν στην κούρσα. Η συζήτηση γίνεται κυρίως για άλλο σκοπό: για το συχνό πλέον πρόβλημα της απόκλισης των ευρημάτων των δημοσκοπικών ερευνών τόσο μεταξύ τους όσο κι από τα αποτελέσματα της κάλπης.
Τι είναι μία Έρευνα κοινού;
Σήμερα, αναφερόμενοι στον όρο δημοσκόπηση, ή «έρευνα της κοινής γνώμης», όπως παρουσιάζεται συχνά από τα ΜΜΕ, εννοούμε την έρευνα που γίνεται από έναν οργανισμό, μία εταιρεία ή ένα δημόσιο φορέα, σε ένα συγκεκριμένο δείγμα ανθρώπων, με στόχο να διερευνηθεί η άποψη τους γύρω από ένα θέμα. Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι έτη στη χώρα μας, έχουν να κάνουν επί το πλείστον με την πρόβλεψη εκλογικών αποτελεσμάτων. Εντούτοις, τίθεται συχνά το ερώτημα αξιοπιστίας τους. Σε θεωρητικό – φιλοσοφικό επίπεδο, μπορεί κανείς να απορήσει για το αν οι διαδικασίες αυτές αντικατοπτρίζουν πράγματι την κοινή γνώμη και είναι πράγματι δημοκρατικές.
Έχοντας ως παράδειγμα τις επί το πλείστον αποτυχημένες
δημοσκοπήσεις στις δύο πιο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 (Βουλευτικές
Σεπτέμβρη και πιο πριν Δημοψήφισμα), μπορούμε εν πολλοίς να αποκτήσουμε μία
σαφή εικόνα για το πως τελικά λειτουργεί μία δημοσκόπηση. Πρώτα όμως οφείλουμε
να ορίσουμε τα πλαίσια του όρου «κοινή γνώμη»
Τι είναι η «Κοινή γνώμη»;
Με δεδομένη της ισχύ των ΜΜΕ, σύμφωνα με την εξουσιαστική – ιδεολογική διάσταση, συχνά η διαμόρφωση της κοινής γνώμης είναι αποτέλεσμα συμβολικής βίας και χειραγώγησης, έτσι ώστε η επίκληση της να επιτελεί μία σαφή ιδεολογική λειτουργία συγκάλυψης και νομιμοποίησης οργανωμένων κοινωνικών συμφερόντων. Αυτό πραγματοποιείται όταν μέσω των δημοσκοπήσεων οι πολίτες διατυπώνουν γνώμες για θέματα γύρω από τα οποία δεν είχαν προηγουμένως συγκροτημένη άποψη, με αποτέλεσμα να διατυπώνουν απόψεις, μόνο και μόνο επειδή απλώς ερωτήθηκαν στο πλαίσιο ατομικών συνεντεύξεων, χωρίς αυτό να εκφράζει τις βαθύτερες πεποιθήσεις τους ή την τελική τους απόφαση στην κάλπη. Το ύφος των ερωτήσεων που τους τίθενται, πολλές φορές είναι παραπλανητικό και συχνά διενεργείται στο πλαίσιο επιθετικού μάρκετινγκ. Η κατάληξη είναι, δυστυχώς, να ορίζεται ως κοινή γνώμη οτιδήποτε έχει εκφραστεί γύρω από μία συγκεκριμένη θεματολογία, την οποία, συχνά – πυκνά, οι ίδιες οι εταιρίες δημοσκοπήσεων, συνθέτουν. Οι ομάδες δημοσκόπων επιβάλλουν ουσιαστικά τα θέματα των ερωτήσεων και τις επιλογές των απαντήσεων, συντελώντας έτσι στη δημιουργία μιας «γενικής συναίνεσης» της κοινής γνώμης. Με απλά λόγια, τα ΜΜΕ ορίζουν τα θέματα για τα οποία οι πολίτες καλούνται να απαντήσουν. Έπειτα, μέσω των δημοσκοπήσεων, ρωτούν τη γνώμη των πολιτών - ψηφοφόρων επί των θεμάτων που τα ίδια έχουν ορίσει, λαμβάνοντας «τεχνητές» και σε στενά πλαίσια, χωρίς μεγάλα περιθώρια απόκλισης, απαντήσεις!
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τόσο η κοινωνική μηχανή των ΜΜΕ και των δημοσκοπήσεων, όσο και η ταξινομητική λειτουργία του πολιτικού λόγου, καθιστούν συχνά την κοινή γνώμη «αυτοεκπληρούμενη προφητεία», ως προς το περιεχόμενο της και «συμπυκνωτικό πρακινητικό σύμβολο», ως προς την καθησυχαστική της επίκληση. Κοινή γνώμη λοιπόν, αυθεντική κι αποσπασμένη από τις κοινωνικές συνθήκες δε δύναται να υπάρξει. Ούτε να προκύψει μέσα από αριθμημένες ερωταπαντήσεις στο ακουστικό του τηλεφώνου. Η συμβολή των δημοσκοπήσεων στις δημόσιες διαδικασίες σχηματισμού κοινής γνώμης και θέλησης, ή οι αρνητικές επιπτώσεις τους στον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης (agenda setting) ουσιαστικά οδηγούν στην καταγραφή μιας ηθικής απάντησης ως πολιτικής και αντιστρόφως. Δεν δύνανται όμως να θεωρηθούν οιωνοί της έκβασης μίας ολόκληρης εκλογικής αναμέτρησης. Οι πολίτες, δρουν διαφορετικά μπροστά στην κάλπη, σε σχέση με την ανωνυμία ενός τηλεφωνήματος, ή ενός διαδικτυακού ερωτηματολογίου. Δεν εγγυάται μια δημοσκόπηση και το εκλογικό αποτέλεσμα. Μπροστά στην κάλπη, ο πολίτης δεν απαντά σε τυποποιημένες ερωτήσεις: καλείται να δώσει απάντηση σε διάφορα ζητήματα, όχι μόνο πολιτικής και οικονομίας. Η απάντηση του είναι απάντηση με ηθικό, με πατριωτικό πολλές φορές, με ατομικό και ταυτόχρονα κοινωνικό πρόσημο. Παράγοντες τους οποίους, δυστυχώς, μία δημοσκόπηση, δε μπορεί παρά να αποτύχει να προβλέψει στο σύνολο τους και με ακρίβεια.
Σε αυτό το κλίμα ωστόσο, δε συμβάλει μόνο η απαξίωση του εκλογικού σώματος προς τις έρευνες. Μεγάλη είναι η απαξίωση των ΜΜΕ και των δημοσκοπήσεων από τους ίδιους τους πολιτικούς φορείς. Είναι εξαιρετικά σύνηθες, όταν μία δημοσκόπηση δεν ευνοεί τον εκάστοτε πολιτικό, αυτός να αμφισβητεί την εγκυρότητα του φορέα της διενέργειας της, μη αποδεχόμενος κι ο ίδιος μία δημοσκοπική ήττα, προσπαθώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να μετριάσει τις απώλειες του μεταφέροντας παράλληλα την αμφισβήτηση του και στους ψηφοφόρους του. Αυτοί με τη σειρά τους εκδηλώνουν έτσι πιο εύκολα τη δυσπιστία τους απέναντι στα ΜΜΕ και τους επαγγελματίες της επικοινωνίας.
Ένα ακόμη στοιχείο είναι το γεγονός ότι οι πρακτικές μέτρησης της κοινής γνώμης και συγκεκριμένα οι δημοσκοπικές έρευνες τόσο επηρεάζονται, όσο και αλλοιώνονται από την πολιτική, την κομματική και ιδεολογική ατζέντα κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών δρώντων. Παρά την οποιαδήποτε λανθασμένη προσέγγιση που μπορεί να εκδηλωθεί σε μία δημοσκοπική έρευνα, το επαναλαμβανόμενο «λάθος» χάνει αυτή του την ιδιότητα και μεταβάλλεται σε «εγχείρημα», γεγονός που αντικατοπτρίζει τη χρόνια, βαθιά πολιτική κρίση που βιώνει η χώρα μας, παράλληλα με τις άλλες. Εδώ, η «κοινή γνώμη», αποτελεί ένα κατασκεύασμα, το οποίο, όταν θεωρείται μετρήσιμο, λειτουργεί ως εργαλείο νομιμοποίησης της πολιτικής.
Συμπερασματικά, τόσο η αναπαραγωγή, όσο και η παραγγελία των δημοσκοπήσεων από τα ΜΜΕ εντείνει σε μεγάλο βαθμό την απαξίωση τους στα μάτια του εκλογικού σώματος. Ο πολλαπλασιασμός των δημοσκοπήσεων κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015, που όπως καλά γνωρίζουμε, στο συντριπτικό ποσοστό τους, απέτυχαν στο να αποδώσουν την ακριβή εικόνα της κάλπης, καταδεικνύει την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, το οποίο στα μάτια του ψηφοφόρου γίνεται κατεστημένο κι ενοχοποιείται, απομακρύνοντας τον, από την ιδιότητα του πολίτη-εκλογέα. Παράλληλα, η καθημερινή δημοσιοποίηση των δημοσκοπήσεων κατά τις προεκλογικές περιόδους, ακόμη και μία ημέρα πριν την ψηφοφορία, συνεπάγεται την υπεραπλούστευση της πολιτικής, την υποβάθμιση των μετρήσεων της ψήφου, αλλά κυρίως τη διαιώνιση ενός φαύλου κύκλου αναξιοπιστίας και απαξίωσης από την πλευρά των πολιτικών, οι οποίοι εικονικά καταδικάζουν τα κακώς κείμενα των κακών ερευνών, επιδιώκοντας ωστόσο τη διενέργεια τους και το σχολιασμό τους, προς τέρψη και κυρίως κατεύθυνση του εκλογικού σώματος, προς χρήση τους ως νομιμοποιητικά δελτία εισόδου στη βουλή (για τους αδύναμους), ή παραστάσεων νίκης (για τους πρωταγωνιστές).
Αναντίρρητα το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως ψηφοφόροι, εδράζεται στα χρόνια της μέσης και κυρίως της ύστερης μεταπολίτευσης. Σήμερα όμως τα σημάδια που αφήνουν οι λανθασμένες έρευνες κοινού είναι ολοφάνερα στην κοινωνία και στην πολιτική σκηνή. Η δημοσκόπηση καθίσταται πλέον ένα εθιμικού τύπου όργανο, λιγότερο, έκφρασης της κοινής γνώμης και περισσότερο, όπλο στη φαρέτρα υποψηφίων, δημαγωγών, κατευθυντήριων και κατευθυνόμενων ΜΜΕ. Ωστόσο, αν και για την πλειονότητα των πολιτών – ψηφοφόρων, οι δημοσκοπικές πρακτικές αποτελούν μέσο αποπροσανατολισμού τους από την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος, η δυναμική που δύνανται να προσδώσουν σε ένα κόμμα και η αλλοίωση της δυναμικής την οποία μπορούν να επιφέρουν εναντίον ενός άλλου, χρησιμοποιείται ως ισχυρό όπλο στα χέρια οποιουδήποτε πολιτικού προσώπου διαθέτει τα κατάλληλα μέσα για τη χρήση του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου