Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Ο Σταυρός στη Συκή και η Ιστορία του



Για 75 ολόκληρα έτη, στο χωριό μου, τη Συκή, υπάρχει ένα μαρμάρινο μνημείο σε σχήμα Σταυρού, θαμμένο μέσα στην πλούσια βλάστηση και το νερό ενός πραγματικά παραδεισένιου τόπου. Το Σταυρό τον γνώρισα από τον πατέρα μου. Νεαρός πια, γυρνώντας με χρήματα από τα πρώτα του μπάρκα, αγόρασε κτήμα ελαιόδεντρων πάνω από το σημείο που στέκεται το μνημείο αγέρωχο ως σήμερα. Τον ήξερε από μικρός, μιας κι εκεί, ζούσαν οι δικοί μας κατά την κατοχή, μαζί με όλο το χωριό σχεδόν, το οποίο είχε εκεί βρει καταφύγιο από τον πόλεμο. Από μικρός κι εγώ λοιπόν, μαζί με άτομα της ηλικίας μου, αρχίσαμε να αναζητούμε το θρυλικό "Σταυρό", που κάτι ήταν αλλά κανείς μας δεν ήξερε, τι. Κι ούτε είχαμε την όρεξη να μάθουμε στην ουσία. Απλά μας άρεσε να κυνηγάμε φαντάσματα και ιστορίες. Κάποιοι από εμάς, μετά από πολλές καλοκαιρινές εξορμήσεις, τον είχαν ανακαλύψει και μας περιέγραφαν έναν τόπο με ρυάκια, μικρούς καταρράχτες και ζούγκλες, που μόνο σε ντοκιμαντέρ βλέπαμε, αν ασχολιόταν κανείς με κάτι τόσο βαρετό στο μυαλό μας, τότε. Ακούγαμε όλοι αποσβολωμένοι με θαυμασμό την περιγραφή και κάθε πρωί ορκιζόμασταν, μετά το μεσημεριανό κολύμπι, να πάμε να τον ανακαλύψουμε.
Μετά το αναβάλαμε για την επόμενη μέρα. Ώσπου εκείνο το τάχα περιπετειώδες καλοκαίρι πέρασε.
Τα χρόνια άλλαξαν. Η δίψα για παιχνίδι μας έφυγε. Τα επόμενα καλοκαίρια, βρίσκαμε πιο "απλά" πράγματα να ασχοληθούμε κι άλλα απλούστερα να ανακαλύψουμε. Τελειώσαμε το Λύκειο. Πέρασα στο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Κι ως ένας εκκολαπτόμενος "ιστορικάριος", που βαριόταν το μέλλον του φροντιστή στη σκέψη και μόνο, με έμφυτη την περιέργεια και βαθιά αγάπη για τον τόπο του, σε βαθμό τοπικισμού, ήθελα να βρίσκω όμορφους λόγους να προβάλλω τη γενέτειρα μου. Ο Σταυρός φάνταζε ιδανικό σενάριο.
Η Μπουρμπουλίθρα

Βρέθηκα λοιπόν ξανά στο χωριό από τα Γιάννενα, μετά την εξεταστική του Φλεβάρη του 2015, με την ιδέα του "Σταυρού" σφηνωμένη στο μυαλό μου. Ποτέ μου δεν τον είχα δει, ούτε από φωτογραφία. Μόνο είχα ακούσει γι αυτόν. Πως είναι τοποθετημένος μέσα στο ρέμα από συγγενείς κάποιων που εκτελέσθηκαν από τους Γερμανούς το '40. Πέτυχα τον πατέρα μου ένα απόγευμα ευτυχώς χωρίς πολλές δουλειές και του πέταξα απρόβλεπτα ένα "θες να με πας στο σταυρό; δεν έχω πάει ποτέ μου", σαν κακομαθημένο δεκάχρονο που δεν του είχαν κάνει το χατήρι του. Η απάντηση του, "πάμε", ήταν το έναυσμα για να γνωρίσω ένα από τα πιο όμορφα μέρη του χωριού μας και να ανακαλύψω το θησαυρό των παιδικών μου χρόνων. Κι ας ήξερα πως πάνω κάτω όλοι ξέρουν γι αυτόν. Γιατί μυστικός δεν ήταν. Απλά παρατημένος και ξεχασμένος μέσα στη νύχτα του χρόνου και των κοινωνικών μεταβολών που φέρνουν 8 δεκαετίες στα πράγματα. Ωστόσο, εγώ ήθελα να τον δω. Σε λίγα λεπτά κατηφορίζαμε ανάμεσα στα βάτα, μέσα στη ρεματιά της Μπουρμπουλίθρας ή καλύτερα "Μπρο(υ)μπλίθρα" όπως τη λέμε οι ντόπιοι μεταξύ μας. Μπροστά μας ανοίγονταν ένα μαγευτικό τοπίο: πηγές γάργαρου νερού και μούσκλια, ρυτιδιασμένα ρυάκια, ακόνια και βραχάκια, πελώρια πλατάνια και χορταριασμένα παλιά μποστάνια, δεξιά κι αριστερά, εγκαταλελειμμένα μέσα στο χρόνο, θυμίζοντας μία άλλη εποχή.

Πορεία προς το μνημείο
Φτάσαμε στο Σταυρό έπειτα από πεζοπορία 5 λεπτών μέσα στη ρεματιά. Στα αριστερά μας, μέσα σε ένα μποστάνι και κολλητά σε μία γέρικη καρυδιά, στεκόταν ο Σταυρός. Μικρός ως μία ξύλινη καρέκλα καφενείου και δεμένος πάνω στο δέντρο με σύρμα, για να μην τον παρασύρει ξανά το ποτάμι που φουσκώνει από το χειμώνα. Τον έδεσαν εκεί κυνηγοί που περνούσαν από το σημείο, όταν τον βρήκαν πεσμένο μέσα στη ρεματιά, λιγοστά μέτρα παραπέρα, ευτυχώς άθραυστο. Μέσα στα αγριόχορτα, ζωσμένος με αγκάθια και πυκνά κλαδιά ασφυκτικά τριγύρω, δε μου ενέπνευσε μεγάλο θαυμασμό. Ωστόσο, ο πατέρας μου με έκανε να σταματήσω να κοιτάω. Με προέτρεψε να δω. Καθάρισε τα αγριόχορτα από πάνω του, πήρε νερό από το ρέμα στα χέρια του και τον έπλυνε από την κορυφή ως κάτω. Στη βάση του εμφανίστηκαν χαραγμένα τα ονόματα ανθρώπων, των οποίων η μνήμη, δευτερόλεπτα πριν σιγόκαιγε, σκεπασμένη από τη φύση όπως καθετί νεκρό. 13 ονόματα, 13 άνθρωποι νεκροί. Από Τσαγκαράδα, Βόλο, ένας από Θεσσαλονίκη, όπως φανέρωναν οι σκαλισμένες λέξεις πάνω στο μάρμαρο. Ο πατέρας μου, μου είπε πως οι Γερμανοί τους εκτέλεσαν επειδή ήταν αντιστασιακοί. Δεν ήταν Συκιώτες, αλλά Έλληνες Πατριώτες. Η καταγωγή μικρό ρόλο παίζει μπροστά στην εθνική συνείδηση, μέσα στον πόλεμο. Τους φέραν αιχμάλωτους, πορεία δεκάδων χιλιομέτρων με τα πόδια, από τα μεγαλοχώρια του Πηλίου (Ζαγορά, Τσαγκαράδα), για να τους δολοφονήσουν όπως πρόβατα σε σφαγείο μέσα σε ένα ρέμα. Γύρισα στο σπίτι σχεδόν λυπημένος, χωρίς ωστόσο να ξέρω πολλά πολλά και λεπτομέρειες.
Η πρώτη επαφή με το Σταυρό


Καθισμένος δυο-τρεις μέρες μετά στο δωμάτιο της γιαγιάς μου, συζητώντας περί ανέμων και υδάτων μαζί της, φτάσαμε σύντομα να μιλάμε περί... ρεμάτων, όταν με ρώτησε "τον είδες το Σταυρό; στέκει ακόμα ε; ωραία...", με τη συγκίνηση και τη νοσταλγία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. Τότε της μετέφερα τις απορίες των σκέψεων μου. Άρχισα να ρωτάω πράγματα και να μαθαίνω πράγματα που άλλοι αγνοούν στις μέρες μας, μιας και δεν τους συγκινούν. Ε, εμένα τα λόγια της "γρια-Μπόζως" με συγκίνησαν. Μου είπε μάλιστα όλη την ιστορία για την κατοχή, για το πως οι Γερμανοί βρέθηκαν στο ρέμα, γιατί δεν έμειναν στο χωριό οι ντόπιοι, το που έμεναν, καθώς και για το θείο της που οι Γερμανοί σκότωσαν μία μέρα πριν εκτελέσουν τους υπόλοιπους, επειδή τον πέρασαν για αντάρτη του ΕΑΜ. Μία ώρα μετά, όσο μικρός κι αν ήταν ο Σταυρός στα συμβατικά μου μάτια, τόσο θέριευε η ιστορία που έκρυβε, μέσα μου. Πάλι καλά δηλαδή. Γιατί αυτός που δε γνωρίζει, δεν ενδιαφέρεται. Όταν ενδιαφέρεται, βρίσκει κι άλλους με το ίδιο σκεπτικό κι ενδιαφέρον. Κι ευτυχώς αυτοί οι άλλοι, ήταν μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου μας ή κάτοικοι του χωριού μας γενικότερα. Της μικρής μας κοινωνίας. Μικρότεροι ή μεγαλύτεροι σε ηλικία, που από κάπου είχαν μάθει την ιστορία του Σταυρού και δεν ήθελαν να πάει χαμένος από την ορμή της ρεματιάς, η οποία θα φούσκωνε ξανά κάποιο χειμώνα. Ή να τον ζώνουν τα αιώνια αγριόχορτα στης Μπουρμπουλίθρας.

Εδώ και 4 έτη, ακούστηκαν πολλά για το Σταυρό σε συνάρτηση με εμάς του Πολιτιστικού Συλλόγου. Κάποιοι έδειξαν έμπρακτα μεγάλο ενδιαφέρον. Άλλοι πολέμησαν οποιαδήποτε πρόταση αξιοποίησης του, βρίσκοντας παντού εμπόδια. Κι άλλοι, αυτόν και την ιστορία του, τον εκμεταλλέυτηκαν και συνεχίζουν να τον εκμεταλλεύονται για το προσωπικό τους συμφέρον (εκλογές έχουμε, μην σας διαφεύγει), ακόμη και τώρα. Ευτυχώς όμως για τους περισσότερους, η δράση έχει ήδη ξεκινήσει και είναι σε καλό δρόμο.

Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Συκής, "Γ.Ρηματισίδης", ανέλαβε πρόσφατα την πρωτοβουλία, σε συνεργασία με ιδιώτες και άλλους αρμόδιους φορείς,να δημιουργήσει μέσα στην Συκή, στον πευκώνα δίπλα από το εξωκλήσι της Παναγίας, ένα μνημείο όμοιο με το αρχικό. Παράλληλα, οργανώθηκε η αξιοποίηση του πρωτότυπου μνημείου πριν το Πάσχα: καθαρίστηκαν τα μονοπάτια από και προς τη ρεματιά και τοποθετήθηκαν οδοδείκτες με σκοπό την πρόσβαση από ντόπιους και ξένους επισκέπτες. Στόχος, ο ''Σταυρός'' να είναι προσβάσιμος σε όλους και πολύ περισσότερο να παραμείνει στις μνήμες μας το τραγικό συμβάν που αντιπροσωπεύει, να διατηρηθεί το πρωτότυπο μνημείο και να συντηρείται τακτικά. Η προσπάθεια έχει ξεκινήσει καιρό τώρα και οι αρωγοί είναι πολλοί. Μέσα από μία μεγάλη έρευνα που οργανώθηκε, συγκεντρώθηκαν πληροφορίες και ιστορίες, τόσο ενδιαφέρουσες όσο και άγνωστες σχεδόν σε όλους μας. Κι αυτό το χρωστάμε στο μεράκι και την περιέργεια, τον καλό "τοπικισμό" που κατευθύνει κάποιους από συντοπίτες μου. Διαβάστε παρακάτω κάποια από τα ιστορικά γεγονότα που κρύβει ο Σταυρός, μέσα από τα μάτια ανθρώπων που βίωσαν τα γεγονότα, ανθρώπων που τα άκουγαν ως ιστορίες από τους γονείς τους και τα θυμήθηκαν ξανά μαζί μας.


Κοινή επιγραφή των Πολιτιστικών Συλλόγων Συκής και Ξινόβρυσης, στο σημείο όπου
συναντιούνται τα παλιά μονοπάτια που ένωναν τα δύο χωριά, μέσα στη ρεματιά,
λίγα μέτρα από το σημείο εκτέλεσης






Το χρονικό της εκτέλεσης των δεκατριών-συν-ενός, Ελλήνων Πατριωτών από τους Γερμανούς στη Συκή, στις 27 Μαρτίου 1944


Λίγους μήνες πριν αποχωρήσουν από την Ελλάδα, τα γερμανικά στρατεύματα προέβησαν σε μία ακόμη θηριωδία εις βάρος του Ελληνικού λαού. Οι Ναζί, ως τελική ενέργεια στη διαδικασία να πλήξουν το ελληνικό αντιστασιακό πνεύμα, το οποίο είχε δυναμώσει για τα καλά, οργανωμένο από νωρίς κατά την περίοδο της Κατοχής, όργωναν τις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, σκοτώνοντας και λεηλατώντας όπου κι όποτε το επιθυμούσαν. Τα λεγόμενα «χτένια», όπως ονομάζονταν οι ενέργειες αυτές, δεν άφησαν έξω και το Πήλιο.

Οι Γερμανοί, χαράσσοντας πορεία από τη Ζαγορά την άνοιξη του 1944, στις 24 με 26 του Μάη φαίνεται να έφτασαν και στη Συκή. Μία ομάδα 30-40 στρατιωτών, μεταφέροντας μαζί τους Έλληνες αντιστασιακούς, έφτασε στο σχεδόν έρημο χωριό κι έπειτα κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα. Στο σύνορο Συκής - Ξινόβρυσης είχαν καταφύγει δεκάδες Συκιώτες, οι οποίοι, στη ρεματιά της «Μπουρμπουλίθρας», βρήκαν κάλυψη αλλά και αγαθά διαβίωσης. Μαθαίνοντας την άφιξη των Γερμανών, οι Συκιώτες κρύφθηκαν βαθιά στα δάση της ρεματιάς για να αποφύγουν τον κίνδυνο.

Το Στεφάνι, όπου στην κατοχή 
διέμεναν 4 με 7 οικογένειες
 Στην αρχή της κατοχής υπήρχαν δυνάμεις των Ιταλών στο χωριό. «Άνθρωποι ήσυχοι, με τα ζώα τους και χωρίς να προξενούν φασαρίες», όπως μας πληροφορεί ο κ. Δημήτρης Σακλάκης, κάτοικος Συκής. «Μετά ήρθαν οι Γερμανοί και λεηλατούσαν, έκλεβαν και σκότωναν όποιον ήθελαν». Ο ίδιος διέμενε σε ένα καλύβι πάνω από τη ρεματιά της Μπουρμπουλίθρας, το οποίο στέκεται ανακαινισμένο ως τις μέρες μας και είναι ακόμη ιδιοκτησία. Είχε καταφύγει εκεί με μέλη της οικογένειας του, ανάμεσα σε μεγάλο αριθμό Συκιωτών, επί το πλείστον γυναικόπαιδων. Με βάση τα λεγόμενα του μαθαίνουμε πως, η ομάδα των Γερμανών έφτασε στη ρεματιά στις 27 του Μάρτη του 1944, έχοντας μαζί της 13 Έλληνες Πατριώτες. Ξεκίνησε όμως από τα χωριά του ορεινού Πηλίου, μάλλον από την Τσαγκαράδα, με περισσότερους από 20 αιχμαλώτους, από τους οποίους, άλλοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν και άλλοι εκτελέσθηκαν στο δρόμο, κατά τη διάρκεια της πορείας. Για το λόγο αυτό μάλιστα, οι Ναζί εκτέλεσαν τους πατριώτες στο σημείο της ρεματιάς, ως αντίποινα προς το αντάρτικο και για να κάμψουν την αντίσταση των ντόπιων, τους οποίους δεν έβλαψαν, πέραν του Ιωάννη Τσαγιάννη. Τον σκότωσαν στην τοποθεσία «Μέγα Ρέμα», κοντά στο εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου της Συκής, μία ημέρα νωρίτερα. Σύμφωνα με τη Μαρία -  Μποζιώ Γκουμάκη, ο Τσαγιάννης, θείος της από την πλευρά της μητέρας της, περνούσε από την περιοχή όταν έγινε αντιληπτός από τους Γερμανούς. Το έβαλε στα πόδια φοβισμένος κι εκείνοι, νομίζοντας τον για αντάρτη, άνοιξαν πυρ εναντίον του, σκοτώνοντας τον στις 26/3/1944.

Ο Δ. Σακλάκης διέμενε στο καλύβι με τη μητέρα του και τη γιαγιά του, ενώ στην περιοχή διέμεναν περισσότεροι από 50 χωριανοί, μιας και το χωριό δεν ήταν ασφαλές λόγω των ανταρτών αλλά και των δοσίλογων. Εκεί είχαν πλέον τη ζωή τους, είχαν δικά τους μποστάνια και κρυμμένα αυτοσχέδια παραπήγματα, κάτω από ένα βράχο, το στεφάνι, όπως ονομάζουν οι ντόπιοι τέτοιου είδους μετέωρα. Το πρωί της 27ης Μαρτίου, ο αδερφός του Παρίσσης είχε μεταβεί μαζί με άλλους ντόπιους μέσω της ρεματιάς, στην παραλία Ποτόκι (απόσταση περίπου 3-4 χλμ), για να μάθουν νέα για τον πατέρα του κι άλλους που ήταν στο αντάρτικο.

Οι Γερμανοί πέρασαν από τα κτήματα κατηφορίζοντας προς το ρέμα. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Ζαχαριά, κάτοικο Συκής, η μητέρα του, αυτόπτης μάρτυρας του σκηνικού, του εξιστόρησε πως εκείνη τη μέρα χιόνιζε. Οι Γερμανοί κατεβαίνοντας, πυρπόλησαν το καλύβι του Ζαχαρού, τρομάζοντας έτσι αρκετούς κατοίκους και τρέποντας τους σε φυγή. Περνώντας από το σημείο κατοικίας πολλών Συκιωτών, δεν βρήκαν κάποιον κι έτσι δεν υπήρξαν θύματα. Φτάνοντας στα ριζά, εκεί που το βουνό συναντά το νερό, μέσα στο δάσος πλέον, χτένιζαν την περιοχή σε ομάδες. Διέθεταν ακριβείς χάρτες της περιοχής και καθοδηγούνταν από ντόπιους δοσίλογους, γεγονός που μαθαίνουμε κι από τον Ιωάννη Βαούτη, μέσω της μητέρας του, η οποία ήταν επίσης αυτόπτης μάρτυρας της εκτέλεσης.

Μία θεωρία είναι πως ανήμποροι να βρουν κάποιον άνδρα, οι Γερμανοί στρατιώτες, άρχισαν να φωνάζουν μέσα στο δάσος ελληνικά ονόματα ανδρών, (όπως Νίκος, Γιώργος και Γιάννης), μήπως και ξεγελάσουν κάποιον από τους κρυμμένους και φανερωθεί, για να τον εκτελέσουν. Όταν το σχέδιο τους δεν απέφερε αποτέλεσμα προχώρησαν στην επόμενη φάση του, σε αυτή της εκτέλεσης των αιχμαλώτων που έφεραν μαζί τους. Μία άλλη θεωρία, την οποία πληροφορούμαστε μέσω της μαρτυρίας του Ιωάννη Ζαχαριά, είναι πως οι Γερμανοί βιαζόντουσαν να αναχωρήσουν προς την Ξινόβρυση και οι αιχμάλωτοι τους καθυστερούσαν. Γι αυτό απαλλάχθηκαν από εκείνους, δολοφονόντας τους
Η ρεματιά δίπλα από 
το σημείο εκτέλεσης

Είτε έτσι, είτε αλλιώς, οι Γερμανοί, δίχως να χάσουν πολύ χρόνο, έστησαν τους 13 Πατριώτες σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από το καλύβι του Δ. Σακλάκη, σε ένα παλιό μποστάνι. Κάθισαν απέναντι σε ένα υπερυψωμένο σημείο. Πρόταξαν τα πολυβόλα τους. Και τους εκτέλεσαν. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα όλα είχαν τελειώσει…

Μάλιστα, η μητέρα του Δ. Σακλάκη, βλέποντας πιο πριν τους Γερμανούς να φωνάζουν και να ετοιμάζονται για εκτέλεση, κατέβηκε στη ρεματιά να δει εάν βρίσκονταν στα χέρια των Γερμανών, Συκιώτες. Μόλις αντελήφθη πως το σκηνικό της εκτέλεσης πρόκειται να εκτυλιχθεί μπροστά στα μάτια της, πρόλαβε και κρύφθηκε μέσα σε ένα μεγάλο πλατάνι, (το οποίο χωρούσε 7 άτομα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες κι άλλων ντόπιων που το γνώριζαν), όπου βρίσκονταν ήδη κι άλλοι Συκιώτες κρυμμένοι από πριν, ελάχιστα μέτρα από το σημείο εκτέλεσης. Με τους πυροβολισμούς, ο ίδιος αλλά και η γιαγιά του νόμισαν πως σκοτώθηκε κάποιος δικός τους. Ήταν μάλιστα τόσο εκκωφαντικοί οι ήχοι, που τα λίγα οικόσιτα ζώα τους τράπηκαν σε φυγή και γύρισαν μετά από αρκετές ημέρες. Οι κρυμμένοι στο μεγάλο πλάτανο «ζούσαν σα νεκροί, δεν έβγαζαν άχνα» και παρακολούθησαν στιγμή προς στιγμή τη θηριωδία.

Πέτρινος φούρνος κάτω από το "Στεφάνι"
Μετά την εκτέλεση οι Γερμανοί αναχώρησαν, προς την Ξινόβρυση. Οι Συκιώτες, βγαίνοντας από τις κρυψώνες τους, προχώρησαν προς το σημείο εκτέλεσης και διαπίστωσαν το τραγικό συμβάν. Οι 12 από τους 13 Πατριώτες κείτονταν νεκροί, ενώ ένας χαροπάλευε ζητώντας βοήθεια, πριν υποκύψει στα τραύματα του. Έπειτα από τρεις μέρες, κάποιοι Συκιώτες έθαψαν τους εκτελεσθέντες κοντά στο σημείο εκτέλεσης, ενώ μετά τη λήξη του πολέμου, μάλλον στα 1953, συγγενείς των θυμάτων, έφεραν το μαρμάρινο μνημείο και το έστησαν μέσα στο ρέμα. Το έφεραν με καΐκι από το Ποτόκι και το μετέφεραν μέσω της ρεματιάς στο σημείο εκτέλεσης και ταφής των συγγενών τους.





Σίγουρα υπάρχουν πολλές ακόμη πληροφορίες για το σκηνικό. Μαρτυρίες ανθρώπων που δε ζουν πια και ατόμων που θυμούνται λιγότερα ή και διαφορετικά πράγματα. Ωστόσο, ότι πιο έγκυρο κατορθώσαμε να αντλήσουμε μέσα στα 4 και πλέον έτη έρευνας μας σχετικά με το «Σταυρό», συνοψίζεται στα παραπάνω. Πάντως δεν υπάρχουν αντιφάσεις. Οι εκτελεσθέντες βρέθηκαν εκεί από αλλού ερχόμενοι, πεζοί και με τη βία. Εκτελέσθηκαν για το πατριωτικό τους φρόνιμα και θάφτηκαν εκεί. Η ακριβή καταγωγή και ηλικία των θυμάτων αποδεικνύονται, μέσω της επαφής μελών του Πολιτιστικού Συλλόγου Συκής με απογόνους και εν ζωή συγγενείς τους, διασταυρώνοντας πληροφορίες που είτε υπήρχαν είτε βρήκαμε μέσω της έρευνας μας. Την ανάδειξη του γεγονότος την οφείλουμε στους κατοίκους της Συκής. Ανθρώπους όπως ο Δημήτρης Σακλάκης και η Μαρία – Μποζιώ Γκουμάκη, οι οποίοι βίωσαν τη φρίκη του πολέμου ως παιδιά και οι μνήμες χαράχθηκαν ανεξίτηλα στο μυαλό τους. Κυρίως όμως στην εθελοντική δράση, του προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Συκής, κ. Στέφανου Βαούτη, του πατέρα του, πρώην Δημάρχου Αφετών, Ιωάννη Βαούτη, των συγγενών κι απογόνων των θυμάτων αλλά και του αρχείου της Ισραηλιτικής κοινότητας Βόλου.







Κατάλογος με την καταγωγή και τις ηλικίες των θυμάτων της εκτέλεσης

Με βάση την έρευνα μας κατορθώσαμε να κατηγοριοποιήσουμε τους εκτελεσθέντες ανάλογα με την καταγωγή τους και να διαπιστώσουμε την ακριβή ηλικία τους. Τα στοιχεία που προέκυψαν είναι τα ακόλουθα:

Τσαγκαράδα
Ιωάννης Ιατρού (ετών 52)
Κωνσταντίνος Γαλανάκης (ετών 62)
Απόστολος Σάββας (ετών 70)
Απόστολος Καρμίρης (ετών 65)
Νικόλαος Μπαραμπούτης (ετών 63)
Αντώνιος Στεργιόπουλος (ετών 52)
Κωνσταντίνος Κόρμπας (ετών 47)
Κωνσταντίνος Ευσταθίου ή Σταθαρός (ετών 52)


Άγιος Ιωάννης Πηλίου
Κωνσταντίνος Μάρκου (Ηλικία μέχρι στιγμής άγνωστη)

Θεσσαλονίκη
Ισαάκ Χασσίδ (ετών 32)

Πρόπαν
Απόστολος Τσιτσιρίκης (ετών 55)

Βόλος
Λάζαρος Κιουλουμουγλου ή Κιολούμογλου (ετών 42)

Συκή
Ιωάννης Τσαγιάννης ή Τσαάνης (ετών 38)



Κυριακή 12 Μαΐου 2019, είναι η ημερομηνία των αποκαλυπτηρίων του νέου Μνημείου των Εκτελεσθέντων της 27ης Μαρτίου 1944. Τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου εργάσθηκαν πυρετωδώς και με απόλυτη ανιδιοτέλεια για την πραγμάτωση ενός εγχειρήματος, το οποίο δε θα πραγματοποιούνταν ποτέ με τον ένα ή άλλο τρόπο. Στην εκδήλωση που διοργανώνεται θα παρευρεθούν συγγενείς των εκτελεσθέντων, ο πρόεδρος της Ισραηλίτικης Κοινότητας κ. Μ. Σολομών καθώς και εκπρόσωποι των Αρχών της Κεντρικής και Τοπικής αυτοδιοίκησης. Θα πραγματοποιηθεί επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων.

Το καθήκον όλων μας ξεκινά από την επόμενη ημέρα. Δουλειά μας είναι η διαφύλαξη της μνήμης αλλά και η προώθηση της. Το πρώτο βήμα έγινε. Τώρα όλοι μας οφείλουμε να το πάμε παραπέρα. Αυτό σημαίνει ενασχόληση με την ιστορία, βελτίωση των υποδομών του χώρου της ρεματιάς ούτως ώστε να παραμείνει ο χώρος επισκέψιμος και να γίνει καλύτερος και περισσότερο προσβάσιμος. Σε αυτό δύναται να βοηθήσει ο καθένας μας ξεχωριστά καθώς και η Δημοτική Αρχή και η Πολιτεία. Είναι κρίμα 80 χρόνια ιστορίας και τόση προετοιμασία να χαθούν εξαιτίας της αναισθησίας και αδιαφορίας μας. Η δουλειά τώρα ξεκινάει. Κι αν δεν το επιθυμούμε εμείς, το χρωστάμε σε εκείνους. Πιστεύω, το αξίζουν





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου